- Θεράπναν
- Θεράπνᾱν , Θεράπνηhandmaidfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θεραπνᾶν — Θεράπνη handmaid fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπνᾶν — θεράπνη handmaid fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπναν — θεράπνᾱν , θεράπνη handmaid fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπνη — θεράπνη, ή (Α) 1. υπηρέτρια («λιποῦσ Ἀσίαν Εὐρώπας θεράπναν», Ευρ.) 2. κατοικία, διαμονή («θεράπνας τῆσδε... χθονὸς λιπόντες», Ευρ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «θεράπναι αὐλῶνες* σταθμοί» 4. (ως κύριο όν., στον εν. και στον πληθ.) ή Θεράπνη, αἱ Θεράπναι … Dictionary of Greek